- ὑπερκείμενος
- ὑπέρκειμαιlie aboveperf part mp masc nom sgὑπέρκειμαιlie abovepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TELMISSUS — urbs Pisidiae, de qua sic vir magnus, de Phoen. Colon. l. 1. c. 6. Solymi, inquit, Strabone auctore, l. 13. Termissenses appellantur a Termesso promontor. cui imminet Solymus: Τῆςγοῦν Τερμήςςεως ἄκρας, inquit, ὁ ὑπερκείμενος λόφος καλεῖται… … Hofmann J. Lexicon universale
καπνικαρέα — Ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Βρίσκεται επί της οδού Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με πρόσθετα κτίσματα το επίσης τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα … Dictionary of Greek
υπερκειμένως — Α επίρρ. 1. τοπ. σε υψηλότερη θέση 2. μτφ. με ανώτερο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερκείμενος, μτχ. τού ρ. ὑπέρκειμαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
υπόκειμαι — βλ. πίν. 159 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υπόκειμαι : η μτχ. χρησιμοποιείται και ως επίθετο (υποκείμενος → αυτός που βρίσκεται κάτω από άλλο, π.χ. υποκείμενα στρώματα, σε αντιδιαστολή με το υπερκείμενος) και ως ουσιαστικό (το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ԳԵՐԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 0544 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ա. ὐπερκείμενος, προέχων, ὐπέροχος superjacens, supremus, eminens, praestans, praestantissimus Որ կայ գեր ʼի վեր. կայանիւք կամ աստիճանաւ բարձր. ծայրագոյն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԵՐԱԿԱՅ — (կայք.) NBH 2 0805 Chronological Sequence: 8c, 9c ա.գ. ὐπερκείμενος supra nos existens. Գերակայ. գեր ʼի վերոյ. եւ Բարձր վայրք. բարձրութիւն. *Համատարած ջուրն վերացեալ բարձրացաւ ʼի մէջն յանբաւ վերակայսն. Զքր. կթ.: Իսկ Նիւս. կազմ. գրի գեր ʼի վերակայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)